- μαϊνάρισμα
- το [μαϊνάρω]1. κατέβασμα, καταβίβαση, υποστολή2. κατευνασμός, καταπράυνση, καθησύχαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαϊνάρισμα — το (λ. ιταλ.) 1. (ναυτ.), το χαλάρωμα, το λασκάρισμα, το κατέβασμα: Το μαϊνάρισμα των πανιών έγινε από τους ναύτες. 2. το γαλήνεμα, ο κατευνασμός, το καλμάρισμα: Το μαϊνάρισμα της θάλασσας κράτησε μόνο για λίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)